- ερυθρόνιο
- το (Α ἐρυθρόνιον) [ερυθρός]γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες (liliaceae) με επιμήκη λευκό βολβό και ρόδινα άνθηνεοελλ.παλιά ονομασία τού χημικού στοιχείου βανάδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
μιθριδάτιον — μιθριδάτιον, τὸ (Α) [Μιθριδάτης] 1. το φυτό ερυθρόνιο τού κυνόδοντος 2. το φυτό σκόρδιον … Dictionary of Greek
πριαπίσκος — ὁ, Α 1. διαστολέας ή υπόθετο τού πρωκτού 2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια 3. περινεϊκός γόμφος 4. το φυτό σατύριον* 5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο 6. μικρό ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek